- βιαιοθάνατος
- βιαιοθάνατος και βιοθάνατος, -ον (Α)αυτός που πέθανε με βίαιο θάνατο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιαιοθάνατος — dying a violent death masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθάνατον — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem acc sg βιαιοθάνατος dying a violent death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθανάτους — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθανάτων — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθάνατοι — βιαιοθάνατος dying a violent death masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BIOTHANATOS — ex Graeco βία et ςθἀνατος, apud Ael. Lamprid. in Heliogabalo, c. 33. Et praedictum eidem erat a Sacerdotibus Syris, biothanatum se futurum; vox est Magicae vanitatis, ut ostendit Tertullian. de Anima c. 57. vel curiositatis Genethliacorum: Nam… … Hofmann J. Lexicon universale
βιαιοθανατώ — βιαιοθανατῶ ( έω) (Α) [βιαιοθάνατος] πεθαίνω με βίαιο θάνατο … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek